-
1 προσπεριβαλλω
1) сверх того строить вокруг(τὸ περιτείχισμα τῇ πόλει Thuc.)
στρατοπέδῳ ἐρύματος μείζονος προσπεριβαλλομένου (pass.) Thuc. — окружив лагерь большим валом2) сверх того окружатьκῆπον περιβόλῳ προσπεριβεβλημένοι (med.) Plat. — обнеся сад оградой
3) med. еще захватывать, присваивать себе(τι Dem.)
-
2 προσπεριβάλλω
A put round besides, of a bandage, Hp.Fract.20;περιτείχισμα τῇ πόλει Th.5.2
: metaph.,ὄγκον τοῖς νοήμασι Ph.1.1
: —[voice] Med., νεὼς αὐταῖς (sc. εἰκόσι) Id.2.181: also, throw or draw round oneself,τείχη Isoc.9.47
; τὸν πεζὸν στρατὸν ταῖς ναυσὶ π. the land army in addition to the ships, Plu. Them.7, cf. Cat.Ma.13 ([voice] Act.); surround oneself with fresh acquisitions, D.4.9, Paus.1.10.1;π. πλείονα μολυσμόν Plu.2.831a
:—[voice] Pass., to be drawn round, .2 [voice] Pass., κῆπον ἑνὶ περιβόλῳ προσπεριβεβλημένοι having also a garden surrounded by one fence, Pl.Criti. 112b; to be included in a bandage, Hp.Fract.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσπεριβάλλω
-
3 προς-περι-βάλλω
προς-περι-βάλλω (s. βάλλω), noch dazu umwerfen, umgeben, τὸ περιτείχισμα, ὃ προςπεριέβαλε τῇ πόλει ὁ Βρασίδας, Thuc. 5, 2, vgl. 8, 40; – Plat. im med., κῆπον ἑνὶ περιβόλῳ προςπεριβεβλημένοι, Critia. 112 b. – Med. an sich bringen, zu erwerben suchen, οὐχ οἷός ἐστιν, ἔχων ἃ κατέστραπται, μένειν ἐπὶ τούτων, ἀλλ' ἀεί τι προςπεριβάλλεται, Dem. 4, 9; μολυσμόν, Plut. de aer. al. 7.
См. также в других словарях:
προσπεριβάλλω — Α·1. (σχετικά με επίδεσμο) περιτυλίγω επιπροσθέτως 2. (το ενεργ. και το μέσ.) (σχετικά με οχυρωματικά ή παρόμοια έργα) οικοδομώ, κτίζω επιπροσθέτως γύρω από κάτι («τὸ περιτείχισμα..., ὅ προσπεριέβαλε τῇ πόλει», Θουκ.) 3. μτφ. καλύπτω κάτι επί… … Dictionary of Greek